KAI OI 215 ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

writerγράφει ο Δρ. Αριστείδης Γ. Διαμαντής, Πλοίαρχος-Ιατρός ΠΝ, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «1900. Οι περιπέτειες του Παύλου Κουντουριώτη στον πρώτο υπερατλαντικό πλου με το Εύδρομο ‘Ναύαρχος Μιαούλης’».

1900 - DIAMANTIS1

  Πρόσφατα εξεδόθη από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού το ιστορικό και ναυτικό διήγημα των κυρίων Στέφανου Μίλεση και Παναγιώτη Τριπόντικα με τίτλο «1900. Οι περιπέτειες του Παύλου Κουντουριώτη στον πρώτο υπερατλαντικό πλου με το Εύδρομο ‘Ναύαρχος Μιαούλης’».

     Οι δύο συγγραφείς δεν εξέδωσαν το βιβλίο τους, για να κερδίσουν χρήματα από τις πωλήσεις του∙ το παραχώρησαν στο Πολεμικό Ναυτικό για την κάλυψη των αναγκών του πλωτού μουσείου ‘Θ/Κ Αβέρωφ’. Δεν γνωρίζω, αν το συγκεκριμένο βιβλίο θα αποτελέσει εκδοτική επιτυχία, είμαι όμως απόλυτα πεπεισμένος, ότι αποτελεί ήδη μια πνευματική επιτυχία τους, γιατί στο βωμό της σημερινής αμφισβήτησης της ιστορίας του τόπου μας, οι δύο συγγραφείς αντέταξαν τη δική τους άψογα δουλεμένη εισφορά, βασισμένη σε ιστορικά γεγονότα παλαιοτέρων εποχών. Αναμφίβολα, το «1900» αποτελεί τιμή για αυτούς που το έγραψαν και για το Πολεμικό μας Ναυτικό που το εξέδωσε.

     Σήμερα, όσοι ασχολούνται με το γράψιμο, γράφουν συνήθως είτε βιβλία για ειδικούς είτε εκλαϊκευμένα κείμενα για το γενικό αναγνωστικό κοινό. Οι δύο συγγραφείς έγραψαν για ειδικούς και μη ειδικούς αναγνώστες. Το πόνημά τους έρχεται να γεφυρώσει την εποχή μας όχι με κάποιο «παρελθόν», αλλά με ό,τι είναι επίμονα και πεισματικά ζωντανό στο εθνικό μας γονιδίωμα∙ τη θάλασσα και τους αγωνιστές της! Οι δύο συγγραφείς είναι γνωστοί και καταξιωμένοι επαγγελματίες, ο καθένας στο δικό του χώρο. Ο κ. Μίλεσης, γέννημα θρέμμα του Πειραιά, διαπρεπής δημοσιογράφος και ιστορικός ερευνητής, ασχολείται συστηματικά με την έρευνα της Πειραϊκής Ιστορίας και είναι Μέλος του Ινστιτούτου Πειραϊκών Μελετών και Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου με τιμητικές διακρίσεις για το πολύπλευρο και σημαντικό του έργο. Ο κ. Τριπόντικας, με καταγωγή από τα Βελανίδια Βοιών της Λακωνίας και γεννημένος στην Αθήνα, είναι αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού με το βαθμό του Πλωτάρχη και μακρά υπηρεσία σε πολεμικά πλοία του Στόλου, μέχρι πρόσφατα Διευθυντής των ΠΝΜ (Πλωτών Ναυτικών Μουσείων) «Θ/Κ Αβέρωφ» και Αντιδικτατορικού Αγώνα «Α/Τ Βέλος» με ιδιαίτερα επιτυχημένη θητεία, πλούσια πολιτιστική προσφορά και λάτρης της ναυτικής ιστορίας του τόπου μας, δόκιμος και πολλά υποσχόμενος ιστορικός ερευνητής-συγγραφέας. Οι δύο ρέκτες ερευνητές εργάστηκαν από κοινού συστηματικά, συγκεντρώνοντας και αξιοποιώντας πλήθος πληροφοριών, προκειμένου να μας παρουσιάσουν όχι μια απλή ναυτική ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, αλλά ένα μοναδικό ηρωικό ναυτικό εγχείρημα που πραγματοποιήθηκε σε περίοδο ειρήνης.

     Οι δύο συγγραφείς μάς ταξίδεψαν μαζί με τους πρωταγωνιστές της ιστορίας τους πίσω στο χρόνο, ψάχνοντας στους χάρτες και στα ημερολόγια που κρατούσαν με προσοχή φυλαγμένα∙ αυτά, που τους πλοήγησαν με το εύδρομο «Μιαούλης» στον υπερατλαντικό τους διάπλου. Όπως θα αντιληφθούν οι αναγνώστες του βιβλίου, τα πρόσωπα της ιστορίας τους δεν είναι μυθιστορηματικοί, αλλά πραγματικοί ήρωες και τα γεγονότα αληθινά και όχι φανταστικά. Οι επιδέξιοι αξιωματικοί και ο ακούραστος και γενναίος κυβερνήτης του «Μιαούλη» και μαζί τους όλοι οι ναύτες και υπαξιωματικοί, στο σύνολό τους 215 τον αριθμό, δεν αποτελούν επινόηση των δύο συγγραφέων. Είναι υπαρκτά πρόσωπα και το παράτολμο ταξίδι τους εξαρχής τοποθετημένο πάνω σε πραγματικά ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια.

     Πριν η ιστορία τους μεταφερθεί στο χαρτί είχαν προηγηθεί παλιότερες απόπειρες, η τελευταία το 1951 και πριν από αυτή το 1931, από κάποιον ίσως πρωταγωνιστή του ιστορικού αυτού πλου, η ταυτότητα του οποίου παραμένει μέχρι σήμερα άγνωστη. Αυτός και κάποιο «λογοτεχνικό δημιούργημά» του, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες αρκετά χρόνια αργότερα σε εφημερίδα της εποχής, ενέπνευσε τους δύο συγγραφείς να ερευνήσουν παραπέρα. Έψαξαν με επιμέλεια και σχολαστικότητα και προσέφυγαν σε αρχειακό υλικό, εξαντλώντας σχεδόν ό,τι υπήρξε κατατεθειμένο σε πρωτογενείς και άλλες βιβλιογραφικές πηγές, προκειμένου να τεκμηριώσουν το πόνημά τους. Οι δύο ερευνητές-συγγραφείς βασίστηκαν στη διασταυρωμένη εξέταση πολλών πηγών. Μελέτησαν δημόσια και ιδιωτικά αρχεία, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα ημερολόγια, επισκέφθηκαν βιβλιοθήκες, αναζήτησαν δημοσιεύματα του ελληνικού και αμερικανικού τύπου της εποχής και προχώρησαν στη σύνταξη του πονήματός τους. Καίτοι, το έργο τους δεν είναι επιστημονικό ούτε έχει δοκιμιακό και αυστηρό χαρακτήρα- εξάλλου οι ίδιοι οι συγγραφείς το ονομάζουν ‘ναυτικό και ιστορικό διήγημα’- εντούτοις στα κείμενά τους δεν εκφράζονται ατεκμηρίωτες προσωπικές απόψεις και όλα όσα παρατίθενται είναι φιλτραρισμένα και σωστά επιλεγμένα. Η γλώσσα, που χρησιμοποιούν οι δύο συγγραφείς, είναι απλή και καθημερινή, μια το πόνημά τους απευθύνεται και σε μικρά παιδιά και εφήβους∙ κι αυτό είναι, που του προσδίδει ταυτόχρονα διδακτικό, εκπαιδευτικό και ψυχαγωγικό χαρακτήρα. Αυτός, εξάλλου, ήταν και ο αρχικός τους στόχος∙ οι νεαροί αναγνώστες. Ακόμη, όμως, και ο πιο απαιτητικός μελετητής, που θα θελήσει να εντρυφήσει περισσότερο, μπορεί να συμβουλευτεί την τεράστια σε όγκο και πλούτο πληροφοριών βιβλιογραφία, η οποία παρατίθεται στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

     Οι δύο συγγραφείς, ευαίσθητοι, αντικειμενικοί, στοχαστικοί μελετητές της ιστορίας, μεθοδικοί και λάτρεις των αξιών, δεν μπορούσαν να μη συγκινηθούν από το ναυτικό κατόρθωμα του 1900 και τον πρωταγωνιστή του, τον Παύλο Κουντουριώτη, που αποτελεί διαχρονική αξία για όλους μας. Το 1899 ο Κουντουριώτης, μετά την προαγωγή του σε αντιπλοίαρχο, αναλαμβάνει κυβερνήτης του εύδρομου «Ναύαρχος Μιαούλης», ενός μικρού πολεμικού πλοίου, που κατασκευάστηκε το 1878 σε γαλλικό ναυπηγείο με δαπάνες του Ταμείου Εθνικού Στόλου και χρησιμοποιούνταν ως εκπαιδευτικό της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και ως πλοίο εθιμοτυπικών επισκέψεων σε ευρωπαϊκές χώρες και λιμάνια της Μεσογείου. Στα μέσα τoυ 1900, μετά από εισήγηση του εκδότη της ομογενειακής εφημερίδας ‘Ατλαντίς’ στην Αμερική Σόλωνα Βλαστού στον υπουργό των Ναυτικών Βασίλειο Βουδούρη, ο Κουντουριώτης παίρνει την άδεια να εκτελέσει τον πρώτο υπερατλαντικό πλου με προορισμό την Αμερική, με σκοπό την επίδειξη και προβολή της Ελληνικής Σημαίας και του Πολεμικού Ναυτικού της χώρας μας στο Νέο Κόσμο, την τόνωση του πατριωτικού αισθήματος της ελληνικής ομογένειας και την εμπέδωση ενός κλίματος φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς. Παράλληλα με τη διπλωματική φύση του ταξιδιού θα πραγματοποιούνταν και επιστημονικές μελέτες σε αντικείμενα ναυτιλίας, γεωγραφίας και υδρογραφίας. Την εποχή εκείνη ο διάπλους του Ατλαντικού και μάλιστα με πλοίο κλειστών θαλασσών, όπως ήταν ο «Μιαούλης», θεωρούνταν παρακινδυνευμένη επιλογή, αν όχι ακατόρθωτο εγχείρημα. Ο Κουντουριώτης, οι αξιωματικοί και οι ναύτες του θα γίνουν δεκτοί με ενθουσιασμό από την ελληνική ομογένεια της Φιλαδέλφειας, της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο υπερπόντιο αυτό ταξίδι, που ξεκίνησε με κακούς οιωνούς- όπως πολύ γλαφυρά μάς μεταφέρουν οι δύο συγγραφείς- και πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με πανιά για την εξοικονόμηση καυσίμων, θα αναδειχθούν τα σπάνια ναυτικά προσόντα του Κουντουριώτη και από τον επιτυχή διάπλου του ωκεανού θα επιβεβαιωθούν οι ναυτικές του αρετές, που θα επηρεάσουν θετικά το βασιλιά Γεώργιο να τον προσλάβει αργότερα, το 1908, ως υπασπιστή του και μερικά χρόνια αργότερα τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο να τον προτείνει για Αρχηγό του Στόλου, που επικεφαλής του θρυλικού «Αβέρωφ» θα οδηγήσει το πολεμικά μας πλοία στις νικηφόρες ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου, οι οποίες θα εξασφαλίσουν τη ναυτική κυριαρχία της χώρας μας. Τα λόγια, με τα οποία ο υπουργός των Ναυτικών χαιρέτισε τον επανάπλου του «Μιαούλη» στο λιμάνι του Πειραιά, όταν αγκυροβόλησε στην ακτή Ξαβερίου, αναδεικνύουν τη μεγάλη σημασία, που είχε προσδώσει η κυβέρνηση στο υπερωκεάνιο αυτό ταξίδι· «Κύριε Κυβερνήτα, εξ ονόματος του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως συγχαίρω υμάς και τους αξιωματικούς και το πλήρωμα του ‘Μιαούλη’ δια την εξαίρετον και λαμπράν διαγωγήν την οποίαν επεδείξατε καθ’ όλην την διάρκειαν του μακρού πλου του ‘Μιαούλη’ δι’ ού εφέρατε υπερήφανον την κυανόλευκον εκεί πέραν του ωκεανού όπου ζώσι προσφιλή τέκνα της Ελλάδος…». Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία, για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του εγχειρήματος των 215 θρυλικών Ναυτών∙ αρκεί να λάβει κανείς υπόψη του τις «πρωτόγονες» συνθήκες, που επικρατούσαν στη ναυσιπλοΐα της εποχής καθώς και το μέσο, που χρησιμοποίησαν για να «δαμάσουν» τον ωκεανό. Έτσι, δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολή το γεγονός, ότι η Αθήνα και όλος ο κόσμος της εποχής πανηγύρισε για το μεγάλο κατόρθωμα. Οι εφημερίδες για πολλές ημέρες έγραφαν διθυράμβους για το «ναυτικό άθλο», η σατιρική, μάλιστα, εφημερίδα του Γεώργιου Σουρή, ‘ο Ρωμηός’, αφιέρωσε πρωτοσέλιδο, που τελείωνε με το στιχάκι «Γειά σας ένδοξα δελφίνια/Του ‘Μιαούλη’ ναύται πρώτοι με τον Παύλο Κουντουριώτη».

     Οι δύο συγγραφείς γράφουν για το ταξίδι, τις μέρες και τις νύχτες του «Μιαούλη» μέσα στα φιλόξενα λιμάνια και άλλες φορές στις αφιλόξενες θάλασσες του ωκεανού, λες και όλα αυτά τα ζούσαν οι ίδιοι, λες και ήταν κομμάτι της ίδιας τους της ζωής. Και πώς να μην ήταν!…αφού και οι δύο συμμετείχαν στις αγωνίες και στη χαρά αυτών που το πραγματοποίησαν. Μόνο όσοι έχουν γράψει, μπορούν να καταλάβουν τα συναισθήματά τους, γιατί κάθε φορά που ο συγγραφέας εντοπίσει κάποια νέα πληροφορία που θα ισχυροποιήσει την ιστορία του, κάνει σαν το μικρό παιδί, που ανακαλύπτει για πρώτη φορά τη χαρά του παιχνιδιού. Και είμαι σίγουρος, ότι οι δύο ερευνητές, σε κάθε στιγμή της πορείας συγγραφής του βιβλίου τους, ένοιωθαν την πρωτόγνωρη αυτή εμπειρία.

     Οι προορισμοί του ταξιδιού διαδέχονται, σχεδόν κινηματογραφικά, ο ένας τον άλλο. Μέσα σε ένα πλούσιο σκηνογραφικό ντεκόρ τα λιμάνια, οι προορισμοί, ο σκοπός… σκηνές από τον πλου και μόνο μικρές στιγμές, γιατί ακόμη και το ίδιο το διήγημα αδυνατεί να αναπαραστήσει επακριβώς τη ζωή των πρωταγωνιστών του στο σύνολό τους. Το διήγημα εξιστορεί τη ζωή ολίγων Ελλήνων ναυτικών, που αποφασισμένοι περιπλανιούνται σε χώρες, γλώσσες και πολιτισμούς. Αποτελεί οδοιπορικό στη δόξα και στο μεγαλείο της ελληνικής φυλής, στην αναζήτηση του ακατόρθωτου, που συμβάλλει στην ενδυνάμωση της πεποίθησης, ότι μέσα από αυτή την περιπέτεια, οι αξιωματικοί του «Μιαούλη» και ο καπετάνιος τους, ο Παύλος Κουντουριώτης, θα διαδραματίσουν μετέπειτα πρωταγωνιστικό ρόλο, γράφοντας χρυσές σελίδες στη νεότερη ιστορία της χώρας μας.

     Το πόνημα των κυρίων Μίλεση και Τριπόντικα μάς μεταφέρει πίσω, στη νοσταλγία των νεανικών μας αναγνωσμάτων. Μάς μεταδίδει τον αέρα, που αποπνέει η ταξιδιωτική περιπέτεια, την οποία οι συγγραφείς αποφάσισαν με μεγάλο σεβασμό στην αλήθεια να εξιστορήσουν. Οι συγγραφείς πέτυχαν να περιγράψουν με απολαυστικό, σχεδόν, τρόπο τις περιπέτειες του ταξιδιού, παρέχοντας ταυτόχρονα γεωγραφικές, ναυτικές, ιστορικές, πολιτιστικές και κοινωνιολογικές γνώσεις γύρω από τους ανθρώπους και τους τόπους προορισμού, που επισκέφθηκαν οι γενναίοι θαλασσοπόροι μας. Πρώτα, μας παρουσιάζουν τους πρωταγωνιστές, συστήνοντάς τους μας έναν προς ένα, μια και πρόκειται για ασυνήθιστους ανθρώπινους τύπους, δοσμένους στο όνειρο των θαλασσίων εξερευνήσεων και πλασμένους για τα μεγάλα κατορθώματα. Γιατί αυτοί, που τα πραγματοποιούν, είναι ριψοκίνδυνοι, θαρραλέοι και τολμηροί, προικισμένοι με επιδεξιότητα, δημιουργική φαντασία, εφευρετικό πνεύμα και απόλυτη πίστη στο σκοπό και στα σχέδιά τους. Ο καπετάνιος τους, ο Παύλος Κουντουριώτης, εξασκώντας στο πλήρωμα και στους αξιωματικούς του την επιβολή του μεγάλου Αρχηγού, δάμασε τις αδυναμίες και όλοι μαζί υπερνίκησαν ακόμη και τα πιο δύσκολα εμπόδια, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της ναυσιπλοΐας του καιρού τους. Έτσι, δημιούργησαν νέες προοπτικές και καλλιέργησαν απλόχερα την πίστη, για όσα επακολούθησαν. Ο υπερατλαντικός τους θρίαμβος, ακολουθώντας μάλιστα όχι τη συντομότερη διαδρομή αλλά την πορεία που χάραξε ο μεγάλος θαλασσοπόρος Χριστόφορος Κολόμβος, υπήρξε η απαρχή των μετέπειτα θαλασσινών τους κατορθωμάτων, που εδραίωσαν τη ναυτική υπεροχή της Ελλάδας κατά την περίοδο των νικηφόρων Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και σφράγισαν τη νεότερη ιστορία της πατρίδας μας.

     Το βιβλίο αυτό μυρίζει θάλασσα, κατάστρωμα, ταξίδι, περιπέτεια… Οι συγγραφείς αριστοτεχνικά βάζουν σε έντονη κίνηση όλα τα αισθήματα της ψυχής, καθώς, πολλές φορές, οδηγούν τη σκέψη μας στην «καβαφική Ιθάκη». Πρόκειται για ένα ταξίδι που εξελίσσεται σε χώρες μυθικές για την εποχή τους… Πρόκειται για ταξίδι γνώσεων, όπου η γεωγραφία, η αστρονομία, η υδρογραφία, η πανίδα και η χλωρίδα των διαφόρων τόπων, ο πολιτισμός και η κουλτούρα των άλλων λαών αποτελούν τον καμβά, πάνω στον οποίο κινούνται οι υπέροχοι πρωταγωνιστές του παράτολμου αυτού εγχειρήματος με τον έντονο πατριωτισμό τους και την αδιάντροπη, σχεδόν, τόλμη τους, χαρακτηριστική αλλοτινών εποχών.

     Ο «Μιαούλης» ακολουθεί αρχικά τη διαδρομή στη κλειστή θάλασσα της Μεσογείου με πρώτο σταθμό τη Μάλτα και ύστερα το Γιβραλτάρ, από όπου θα φθάσει στον Ατλαντικό ωκεανό με προορισμό τη Μαδέρα και τα Κανάρια νησιά και από εκεί στο Πράσινο Ακρωτήριο, τη Μαρτινίκα και τον Άγιο Θωμά, για να καταλήξει, αφού διασχίσει τη θάλασσα των Σαργασσών, στην Αμερική με πρώτο σταθμό τη Φιλαδέλφεια, μετά τη Νέα Υόρκη και τέλος τη Βοστόνη, την οποία θα εγκαταλείψει για το ταξίδι της επιστροφής, περνώντας από τις Αζόρες και το λιμάνι της Όρτας με προορισμό τη Βαρκελώνη και ύστερα τη Μασσαλία, για να καταπλεύσει στον Πειραιά. Στους αναγνώστες του βιβλίου έγκειται να δώσουν κίνηση με τη φαντασία τους στις περιπέτειες του ταξιδιού, μετατρέποντάς τες σε ζωντανή ιστορική εικόνα. Είμαι της άποψης, ότι το «1900» μπορεί κάλλιστα να γίνει σενάριο και να ευτυχήσει ως ακριβοπληρωμένη κινηματογραφική παραγωγή με διεθνή εμβέλεια.

     Ανεξάρτητα από τα εσωτερικά του γνωρίσματα, το πόνημα των κυρίων Στέφανου Μίλεση και Παναγιώτη Τριπόντικα σε κερδίζει ευθύς εξαρχής με τα εξωτερικά και μόνο χαρακτηριστικά του∙ τη βιβλιοδεσία του με το εντυπωσιακό σκληρόδετο κάλυμμα και την καλλιτεχνική χρυσοτυπία στις δύο όψεις και τη ράχη του καθώς και τη θαυμάσια κουβερτούρα όπου έχει απεικονιστεί χάρτης από την πορεία του «Μιαούλη» κατά τον ηρωικό του πλου, το εύχρηστο μέγεθός του, τον ισορροπημένο κατά ενότητες αριθμό σελίδων, την ευχάριστη και εύκολα αναγνώσιμη γραμματοσειρά και, κυρίως, την επιλογή του φωτογραφικού υλικού, των βινιετών και γραφιστικών σχεδίων του εμπνευσμένου κ. Γιάννη Μηλιώνη και την ιδιαίτερη καλλιτεχνική και πλούσια εικονογράφησή του. Η τελευταία, βασισμένη σε ασπρόμαυρα σχέδια με μελάνι και μολύβι σε χαρτί του ταλαντούχου εικαστικού κ. Γεράσιμου Θωμά, που θυμίζουν την τεχνική της γκραβούρας και παραπέμπουν σε παλιότερες εικονογραφημένες εκδόσεις μυθιστορημάτων του Ιουλίου Βερν, είναι που το καθιστά ένα πραγματικά καλαίσθητο δημιούργημα. Οι επικεφαλίδες του βιβλίου είναι διακριτές και οι μικρές ενότητες σημαντικές, σηματοδοτώντας τη φύση των κειμένων που ακολουθούν. Η αρχική εντύπωση που αφήνει το βιβλίο στο φυλλομέτρημά του και η τελική εμπειρία μετά την ανάγνωσή του συμπίπτουν. Λίγοι είναι αυτοί που δομούν ένα βιβλίο με τον τρόπο που είναι δομημένο το «1900».

     Τι απομένει, λοιπόν, στον αναγνώστη από το «1900»; Σίγουρα το όνειρο του ταξιδιού, της συνάντησης με το πρωτόγνωρο και το διαφορετικό καθώς και η συνεχής επιτυχής αντιμετώπιση των διαφόρων κινδύνων. Σίγουρα «ο ναυτικός άθλος», που πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή, που η μικρή ‘Ελλάδα της Μελούνας’ προσπαθούσε να επουλώσει τις πληγές της από τον ατυχή και καταστρεπτικό για την ελληνική οικονομία Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Σίγουρα, τέλος, οι αξέχαστοι ωκεανοπόροι, από τον κυβερνήτη του «Μιαούλη», τον Παύλο Κουντουριώτη μέχρι και τον τελευταίο ναύτη και τη αποφασιστικότητά τους για υπέρβαση. Την υπέρβαση, που όπως γράφουν και οι δύο συγγραφείς-ερευνητές στην εισαγωγή του βιβλίου τους, «θα αποτελέσει λαμπρό παράδειγμα για όλους όσοι διαβάσουν το διήγημα, μέσα από το οποίο θα βρουν τους αληθινούς, μοναδικούς ήρωές τους».

     Είμαι σίγουρος, πως όσοι διαβάσουν το «1900», το ταξίδι αυτό θα χαραχτεί τόσο βαθιά στη μνήμη τους, που- ακόμη και αν τα αντίγραφα του βιβλίου εξαντληθούν- θα γίνει θρύλος, όπως αυτοί, με τους οποίους χτίζεται η ιστορία ενός λαού και διηγούνται οι παλιότεροι στους νεότερους.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

  • six − three =